ἀκρότατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀκρότατος | ἡ | ἀκροτάτη | τὸ | ἀκρότατον |
| γενική | τοῦ | ἀκροτάτου | τῆς | ἀκροτάτης | τοῦ | ἀκροτάτου |
| δοτική | τῷ | ἀκροτάτῳ | τῇ | ἀκροτάτῃ | τῷ | ἀκροτάτῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἀκρότατον | τὴν | ἀκροτάτην | τὸ | ἀκρότατον |
| κλητική ὦ! | ἀκρότατε | ἀκροτάτη | ἀκρότατον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀκρότατοι | αἱ | ἀκρόταται | τὰ | ἀκρότατᾰ |
| γενική | τῶν | ἀκροτάτων | τῶν | ἀκροτάτων | τῶν | ἀκροτάτων |
| δοτική | τοῖς | ἀκροτάτοις | ταῖς | ἀκροτάταις | τοῖς | ἀκροτάτοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀκροτάτους | τὰς | ἀκροτάτᾱς | τὰ | ἀκρότατᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀκρότατοι | ἀκρόταται | ἀκρότατᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκροτάτω | τὼ | ἀκροτάτᾱ | τὼ | ἀκροτάτω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀκροτάτοιν | τοῖν | ἀκροτάταιν | τοῖν | ἀκροτάτοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀκρότατος, -η, -ον
- υπερθετικός βαθμός του ἄκρος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 499
- ἀκροτάτῃ κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 499
Πηγές
- ἄκρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.