ακρότατο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακρότατο | τα | ακρότατα |
| γενική | του | ακρότατου & ακροτάτου |
των | ακρότατων & ακροτάτων |
| αιτιατική | το | ακρότατο | τα | ακρότατα |
| κλητική | ακρότατο | ακρότατα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακρότατο < (μεταφραστικό δάνειο) λατινική extremum, (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ακρότατος < υπερθετικός βαθμός του ακραίος)
Ουσιαστικό
ακρότατο ουδέτερο
- (μαθηματικά) η μεγαλύτερη ή η μικρότερη τιμή που μπορεί να πάρει μία συνάρτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.