ακροθιγής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακροθιγής | η | ακροθιγής | το | ακροθιγές |
| γενική | του | ακροθιγούς* | της | ακροθιγούς | του | ακροθιγούς |
| αιτιατική | τον | ακροθιγή | την | ακροθιγή | το | ακροθιγές |
| κλητική | ακροθιγή(ς) | ακροθιγής | ακροθιγές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακροθιγείς | οι | ακροθιγείς | τα | ακροθιγή |
| γενική | των | ακροθιγών | των | ακροθιγών | των | ακροθιγών |
| αιτιατική | τους | ακροθιγείς | τις | ακροθιγείς | τα | ακροθιγή |
| κλητική | ακροθιγείς | ακροθιγείς | ακροθιγή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακροθιγής < ελληνιστική κοινή ἀκροθιγής < αρχαία ελληνική ἄκρος + θίγω + θιγγάνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɾo.θiˈʝis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐θι‐γής
Επίθετο
ακροθιγής, -ής, -ές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.