κεράννυμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  κεράννυμι & κεραννύω 
Παρατατικός  ἐκεράννυν 
Μέλλοντας  κεράσω   κραθήσομαι 
Αόριστος  ἐκέρασα   ἐκερασάμην & ἐκράθην & ἐκεράσθην 
Παρακείμενος  κέκραμαι & κεκέρασμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐκέκρατο 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

κεράννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂- < *ḱer- (αυξάνω)

Ρήμα

κεράννυμι (παθητική φωνή: κεράννυμαι)

  1. ανακατεύω, αναμειγνύω (κυρίως κρασί με νερό)
  2. ρυθμίζω τη θερμοκρασία, ψύχω (κυρίως ανακατεύοντας και αναμειγνύοντας υγρά)
  3. συνδυάζω
  4. παθητική φωνή κεράννυμαι: (γραμματική) συγκεράζω (με κράση)

  • επικός τύπος: κεραίνω και κεραίω
  • κεραννύω
  • επικός τύπος: κεράω

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἀνακεράννυμι
  • ἐγκεράννυμι
  • ἐκκεράννυμι
  • ἐπικεράννυμι
  • κατακεράννυμι
  • μετακεράννυμι
  • παρεγκεράννυμι
  • περικεράννυμι
  • συγκατακεράννυμι
  • συγκεράννυμι

νέα ελληνικά:

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.