κεράννυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | κεράννυμι & κεραννύω | |
| Παρατατικός | ἐκεράννυν | |
| Μέλλοντας | κεράσω | κραθήσομαι |
| Αόριστος | ἐκέρασα | ἐκερασάμην & ἐκράθην & ἐκεράσθην |
| Παρακείμενος | κέκραμαι & κεκέρασμαι | |
| Υπερσυντέλικος | ἐκέκρατο | |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- κεράννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂- < *ḱer- (αυξάνω)
Ρήμα
κεράννυμι (παθητική φωνή: κεράννυμαι)
- ανακατεύω, αναμειγνύω (κυρίως κρασί με νερό)
- ρυθμίζω τη θερμοκρασία, ψύχω (κυρίως ανακατεύοντας και αναμειγνύοντας υγρά)
- συνδυάζω
- παθητική φωνή κεράννυμαι: (γραμματική) συγκεράζω (με κράση)
- επικός τύπος : κεραίνω και κεραίω
- κεραννύω
- επικός τύπος : κεράω
Συγγενικά
- κέραμος
- κρᾶσις
Σύνθετα
- ἀνακεράννυμι
- ἐγκεράννυμι
- ἐκκεράννυμι
- ἐπικεράννυμι
- κατακεράννυμι
- μετακεράννυμι
- παρεγκεράννυμι
- περικεράννυμι
- συγκατακεράννυμι
- συγκεράννυμι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.