ακεραιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακεραιότητα οι ακεραιότητες
      γενική της ακεραιότητας των ακεραιοτήτων
    αιτιατική την ακεραιότητα τις ακεραιότητες
     κλητική ακεραιότητα ακεραιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακεραιότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκεραιότης, από την αιτιατική ἀκεραιότητα < αρχαία ελληνική ἀκέραιος

Ουσιαστικό

ακεραιότητα θηλυκό

  1. η απόλυτη εντιμότητα μιας προσωπικότητας
    η ακεραιότητα των δικαστικών λειτουργών είναι ιδιαίτερα σημαντική
  2. η σωματική αρτιμέλεια
    φοβήθηκα για την ακεραιότητά του όταν έμαθα ότι ήρθε στα χέρια με έναν παλαιστή

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.