ακεραιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακεραιότητα | οι | ακεραιότητες |
| γενική | της | ακεραιότητας | των | ακεραιοτήτων |
| αιτιατική | την | ακεραιότητα | τις | ακεραιότητες |
| κλητική | ακεραιότητα | ακεραιότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακεραιότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκεραιότης, από την αιτιατική ἀκεραιότητα < αρχαία ελληνική ἀκέραιος
Ουσιαστικό
ακεραιότητα θηλυκό
- η απόλυτη εντιμότητα μιας προσωπικότητας
- η ακεραιότητα των δικαστικών λειτουργών είναι ιδιαίτερα σημαντική
- η σωματική αρτιμέλεια
- φοβήθηκα για την ακεραιότητά του όταν έμαθα ότι ήρθε στα χέρια με έναν παλαιστή
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.