πρόσημο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρόσημο | τα | πρόσημα |
| γενική | του | πρόσημου & προσήμου |
των | πρόσημων & προσήμων |
| αιτιατική | το | πρόσημο | τα | πρόσημα |
| κλητική | πρόσημο | πρόσημα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόσημο < προ- + -σημο, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Vorzeichen
Ουσιαστικό
πρόσημο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.