αβλαβής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβλαβής | η | αβλαβής | το | αβλαβές |
| γενική | του | αβλαβούς* | της | αβλαβούς | του | αβλαβούς |
| αιτιατική | τον | αβλαβή | την | αβλαβή | το | αβλαβές |
| κλητική | αβλαβή(ς) | αβλαβής | αβλαβές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβλαβείς | οι | αβλαβείς | τα | αβλαβή |
| γενική | των | αβλαβών | των | αβλαβών | των | αβλαβών |
| αιτιατική | τους | αβλαβείς | τις | αβλαβείς | τα | αβλαβή |
| κλητική | αβλαβείς | αβλαβείς | αβλαβή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αβλαβής < αρχαία ελληνική ἀβλαβής
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.vlaˈvis/
Επίθετο
αβλαβής, -ής, -ές
- που δεν έχει υποστεί βλάβη, ακέραιος, αλώβητος, άθικτος
- βγήκε από το κτίριο σώος και αβλαβής
- που δεν έχει δυνατότητα ή πρόθεση να προκαλέσει βλάβη
- η κατά λάθος κατάποση μιας τσίχλας γενικά θεωρείται αβλαβής για τον οργανισμό
- (νομικός όρος, διεθνές δίκαιο) ναυσιπλοΐα μέσα από την αιγιαλίτιδα ζώνη, που πρέπει να είναι ασφαλής και ταχεία, χωρίς να διαταραχθεί η τάξη του παράκτιου κράτους, «αβλαβής διέλευση του αντιτορπιλικού»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.