αιχμαλώτους

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ex.maˈlo.tus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιχμαλώτους
παλιότερος συλλαβισμός: αιχμαλώτους

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αιχμαλώτους αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.