αιτιοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιτιοκρατία οι αιτιοκρατίες
      γενική της αιτιοκρατίας των αιτιοκρατιών
    αιτιατική την αιτιοκρατία τις αιτιοκρατίες
     κλητική αιτιοκρατία αιτιοκρατίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιτιοκρατία < αίτι(ο) + -ο- + -κρατία[1][2] (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Determinismus[3])

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ti.o.kɾaˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιτιοκρατία

Ουσιαστικό

αιτιοκρατία θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αιτιοκρατία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αιτιοκρατία -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. αιτιοκρατία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.