αιτιαρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιτιαρχία | οι | αιτιαρχίες |
| γενική | της | αιτιαρχίας | των | αιτιαρχιών |
| αιτιατική | την | αιτιαρχία | τις | αιτιαρχίες |
| κλητική | αιτιαρχία | αιτιαρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αιτιαρχία θηλυκό
- η αιτιοκρατία, η άποψη ότι κάθε τι καθορίζεται αυστηρά και άκαμπτα από ένα ή περισσότερα αίτια, ο ντετερμινισμός, η μερική απόρριψη της ελεύθερης βούλησης ως καθοριστικού παράγοντα
Μεταφράσεις
αιτιαρχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.