αιτιοκρατούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιτιοκρατούμενος | η | αιτιοκρατούμενη | το | αιτιοκρατούμενο |
| γενική | του | αιτιοκρατούμενου | της | αιτιοκρατούμενης | του | αιτιοκρατούμενου |
| αιτιατική | τον | αιτιοκρατούμενο | την | αιτιοκρατούμενη | το | αιτιοκρατούμενο |
| κλητική | αιτιοκρατούμενε | αιτιοκρατούμενη | αιτιοκρατούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιτιοκρατούμενοι | οι | αιτιοκρατούμενες | τα | αιτιοκρατούμενα |
| γενική | των | αιτιοκρατούμενων | των | αιτιοκρατούμενων | των | αιτιοκρατούμενων |
| αιτιατική | τους | αιτιοκρατούμενους | τις | αιτιοκρατούμενες | τα | αιτιοκρατούμενα |
| κλητική | αιτιοκρατούμενοι | αιτιοκρατούμενες | αιτιοκρατούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
αιτιοκρατούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αιτιοκρατούμαι
- → χρειάζεται παράθεμα
Μεταφράσεις
αιτιοκρατούμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.