ιντετερμινισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιντετερμινισμός | οι | ιντετερμινισμοί |
| γενική | του | ιντετερμινισμού | των | ιντετερμινισμών |
| αιτιατική | τον | ιντετερμινισμό | τους | ιντετερμινισμούς |
| κλητική | ιντετερμινισμέ | ιντετερμινισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιντετερμινισμός < γαλλική indéterminisme
Ουσιαστικό
ιντετερμινισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η θεωρία ότι η βούληση δεν καθορίζεται από προηγούμενες αιτίες και ότι υπάρχουν τυχαία γεγονότα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.