ντετερμινισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντετερμινισμός οι ντετερμινισμοί
      γενική του ντετερμινισμού των ντετερμινισμών
    αιτιατική τον ντετερμινισμό τους ντετερμινισμούς
     κλητική ντετερμινισμέ ντετερμινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντετερμινισμός < (άμεσο δάνειο) γερμανική Determinismus < λατινική determino[1]

Ουσιαστικό

ντετερμινισμός αρσενικό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.