ετεραρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ετεραρχία | οι | ετεραρχίες |
| γενική | της | ετεραρχίας | των | ετεραρχιών |
| αιτιατική | την | ετεραρχία | τις | ετεραρχίες |
| κλητική | ετεραρχία | ετεραρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ετεραρχία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.