αδηφάγα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αδηφάγα < αδηφάγ(ος) +

Επίρρημα

αδηφάγα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αδηφάγα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αδηφάγος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αδηφάγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.