αδηφαγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αδηφαγία | οι | αδηφαγίες |
| γενική | της | αδηφαγίας | των | αδηφαγιών |
| αιτιατική | την | αδηφαγία | τις | αδηφαγίες |
| κλητική | αδηφαγία | αδηφαγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αδηφαγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδηφαγία < ἄδην + -φαγία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αδηφάγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.