ἅδην

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἅδην < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂- (=ικανοποιούμαι) + -δην· συγγενές με το λατινικό satis και το (σανσκριτικά) असिन्व​ (a-sinvá=ακόρεστος)

Επίρρημα

ἅδην αττικός τύπος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.