αμετροφάγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αμετροφάγος | οι | αμετροφάγοι |
| γενική | του/της | αμετροφάγου | των | αμετροφάγων |
| αιτιατική | τον/την | αμετροφάγο | τους/τις | αμετροφάγους |
| κλητική | αμετροφάγε | αμετροφάγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αμετροφάγος αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο) που δεν έχει μέτρο στις ποσότητες φαγητού που λαμβάνει
Συγγενικά
- αμετροφαγία
- → δείτε τις λέξεις άμετρος και τρώω
Μεταφράσεις
αμετροφάγος
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.