αγκαλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκαλιά οι αγκαλιές
      γενική της αγκαλιάς των αγκαλιών
    αιτιατική την αγκαλιά τις αγκαλιές
     κλητική αγκαλιά αγκαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγκαλιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκαλιά[1] < φράση «ἄν καλά (και)»[2] < θέμα ἀγκαλ- όπως στην αρχαία ελληνική ἀγκάλη

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɡaˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγκαλιά

Επίρρημα

αγκαλιά

Ουσιαστικό

αγκαλιά θηλυκό

  1. ο χώρος που σχηματίζεται - περικλείεται από τον κορμό ενός ανθρώπου και τα λυγισμένα μπροστά, σε ημικύκλιο, μπράτσα του
    μόλις την είδε, την έσφιξε στην αγκαλιά του
  2. (συνεκδοχικά) οτιδήποτε χωράει στην αγκαλιά
    μια αγκαλιά βιβλία
  3. (κατ’ επέκταση) το αγκάλιασμα
     συνώνυμα: εναγκαλισμός, περίπτυξη
  4. (μεταφορικά) η στοργή, η τρυφερότητα
    το μόνο που ζητούσε ήταν να βρει μια αγκαλιά για να ζήσει ήρεμα το υπόλοιπο της ζωής του
  5. (λογοτεχνικό) τμήμα παραλίας ανάμεσα σε δυο μέρη ξηράς που εισέρχονται σαν βραχίονες στη θάλασσα· κολπίσκος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αγκάλη


Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αγκάλη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. αγκαλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.