κολπίσκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κολπίσκος | οι | κολπίσκοι |
| γενική | του | κολπίσκου | των | κολπίσκων |
| αιτιατική | τον | κολπίσκο | τους | κολπίσκους |
| κλητική | κολπίσκε | κολπίσκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολπίσκος < κόλπος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόλπος
Μεταφράσεις
κολπίσκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.