embrace
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | embrace |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | embraces |
| αόριστος | embraced |
| παθητική μετοχή | embraced |
| ενεργητική μετοχή | embracing |
embrace (en)
- (αμετάβατο) αγκαλιάζομαι
- (μεταβατικό) αγκαλιάζω
- (μεταβατικό, μεταφορικά) αγκαλιάζω, ασπάζομαι, ενστερνίζομαι, υιοθετώ (πχ ιδέες)
- (μεταφορικά, μεταβατικό) επωφελούμαι από κάτι, δράττομαι, αρπάζω
- ↪ He embraced the opportunity.
- Άρπαξε την ευκαιρία.
- ↪ He embraced the opportunity.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.