περίπτυξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίπτυξη οι περιπτύξεις
      γενική της περίπτυξης* των περιπτύξεων
    αιτιατική την περίπτυξη τις περιπτύξεις
     κλητική περίπτυξη περιπτύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιπτύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περίπτυξη < ελληνιστική κοινή περίπτυξις < αρχαία ελληνική περιπτύσσω

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈɾi.pti.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περίπτυξη

Ουσιαστικό

περίπτυξη θηλυκό

  • (λόγιο) το αγκάλιασμα
      Πλὴν τούτων ἀπογεύεται καὶ ἄλλης εὐτυχίας: / Μὴ αἰσθανθεὶς ἐρωτικῆς μανίας, ποτέ, νύξεις, / οὐδὲ ποθήσας τρυφηλῆς ἀγκάλης περιπτύξεις, / δὲν εἶχε γίνει ἕρμαιον ἐσθῆτος γυναικείας. (Ζαν Μορεάς, Το όνειρόν μου, από την ποιητική συλλογή Τρυγόνες και έχιδναι)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.