αγκάλιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγκάλιασμα τα αγκαλιάσματα
      γενική του αγκαλιάσματος των αγκαλιασμάτων
    αιτιατική το αγκάλιασμα τα αγκαλιάσματα
     κλητική αγκάλιασμα αγκαλιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγκάλιασμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκάλιασμα. Μορφολογικά αναλύεται σε (αγκαλιάζω) αγκαλιασ- + -μα < αγκαλιά < αρχαία ελληνική ἀγκάλη. Δείτε και ἀγκάλισμα.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋˈɡa.ʎa.zma/ και σε γρήγορο λόγο /aˈga.ʎa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγκάλιασμα

Ουσιαστικό

αγκάλιασμα ουδέτερο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αγκάλη

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.