αγκάλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκάλη οι αγκάλες
      γενική της αγκάλης
    αιτιατική την αγκάλη τις αγκάλες
     κλητική αγκάλη αγκάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγκάλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγκάλη. Δείτε και αγκαλιά

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋˈɡa.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγκάλη

Ουσιαστικό

αγκάλη θηλυκό

  1. αγκαλιά
  2. (μεταφορικά) ζεστασιά, στοργή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.