ιχνοστοιχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ιχνοστοιχείο | τα | ιχνοστοιχεία |
| γενική | του | ιχνοστοιχείου | των | ιχνοστοιχείων |
| αιτιατική | το | ιχνοστοιχείο | τα | ιχνοστοιχεία |
| κλητική | ιχνοστοιχείο | ιχνοστοιχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ιχνοστοιχείο ουδέτερο
- (χημεία, βιολογία) (συνήθως στον πληθυντικό: ιχνοστοιχεία) συγκεκριμένα ανόργανα χημικά στοιχεία, τα οποία βρίσκονται σε μικρή συγκέντρωση σε ένα σύστημα (π.χ. σε ένα μετάλλευμα ή σε έναν οργανισμό)
- ※ Η μελέτη αυτή αναφέρεται στην έρευνα της περιεκτικότητας κατανομής Cο, Ni και Cu στο μετάλλευμα της περιοχής Ερμιονίδος Αργολίδος (τα Co και Ni ως ιχνοστοιχεία του μεταλλεύματος και ο Cu σαν ολιγοστοιχείο μέσα στο σιδηροπυρίτη) (Ευάγγελος Σοβατζόγλου-Σκουνάκης, Στυλιανός Σκουνάκης, Η κατανομή των ιχνοστοιχείων Co και Ni εις το μετάλλευμα χαλκούχου σιδηροπυρίτου της περιοχής Ερμιονίδος Αργολίδος, 1975 )
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.