chouillat

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

chouillat < Chouilly + -at
chouillat  δείτε τη λέξη chouïa

Προφορά

ΔΦΑ : /ʃu.ya/

Επίθετο

chouillat (fr) αρσενικό

  1. σχετικός με το Chouilly, κοινότητα της Γαλλίας, στον νομό της Marne

Ουσιαστικό

chouillat (fr) αρσενικό

  1. παραλλαγή του chouïa από γαλλοποίηση της λέξης, ίχνος, πολύ μικρή ποσότητα
    Enfin un chouillat d'honnêteté journalistique ! - Επιτέλους ένα ίχνος δημοσιογραφική τιμιότητα!

Επίρρημα

chouillat (fr)

  1. παραλλαγή του chouïa από γαλλοποίηση της λέξης, λίγο, ελάχιστο, κάπως, παρά συν κάποιο ρήμα
    Ta photo est peut-être un chouillat trop saturée sur le violet.
    Η φωτογραφία σου ίσως παραείναι κεκορεσμένη προς το ιώδες.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.