ανιχνευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανιχνευτής οι ανιχνευτές
      γενική του ανιχνευτή των ανιχνευτών
    αιτιατική τον ανιχνευτή τους ανιχνευτές
     κλητική ανιχνευτή ανιχνευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανιχνευτής < ανιχνεύω + -τής < αρχαία ελληνική ἀνιχνεύω
Ανιχνευτής ραδιενέργειας.
Ανιχνευτής καπνού.

Ουσιαστικό

ανιχνευτής αρσενικό

  1. στρατιώτης με αποστολή την ανίχνευση
  2. συσκευή που ανιχνεύει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.