ανιχνευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανιχνευτής | οι | ανιχνευτές |
| γενική | του | ανιχνευτή | των | ανιχνευτών |
| αιτιατική | τον | ανιχνευτή | τους | ανιχνευτές |
| κλητική | ανιχνευτή | ανιχνευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανιχνευτής < ανιχνεύω + -τής < αρχαία ελληνική ἀνιχνεύω

Ανιχνευτής ραδιενέργειας.
.JPG.webp)
Ανιχνευτής καπνού.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ίχνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.