ιχνηλάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιχνηλάτης | οι | ιχνηλάτες |
| γενική | του | ιχνηλάτη | των | ιχνηλατών |
| αιτιατική | τον | ιχνηλάτη | τους | ιχνηλάτες |
| κλητική | ιχνηλάτη | ιχνηλάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιχνηλάτης < (ελληνιστική κοινή) ἰχνηλάτης < ἴχνος + ἐλαύνω. Μορφολογικά αναλύεται σε ίχν(ος) + -ηλάτης
Ουσιαστικό
ιχνηλάτης αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει τα ίχνη ενός ανθρώπου ή ζώου και έτσι να καθοδηγεί αυτούς που τον/το ψάχνουν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.