ιχνηλατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιχνηλατώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰχνηλατῶ, συνηρημένος τύπος του ἰχνηλατέω. Δείτε ἰχνηλάτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.xni.laˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐χνη‐λα‐τώ
Ρήμα
ιχνηλατώ, αόρ.: ιχνηλάτησα, παθ.φωνή: ιχνηλατούμαι, π.αόρ.: ιχνηλατήθηκα, μτχ.π.π.: ιχνηλατημένος
Συγγενικά
- ιχνηλασία
- ιχνηλασιμότητα
- ιχνηλάτης
- ιχνηλατικός
- → και δείτε τις λέξεις ίχνος και ελαύνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ιχνηλατώ | ιχνηλατούσα | θα ιχνηλατώ | να ιχνηλατώ | ιχνηλατώντας | |
| β' ενικ. | ιχνηλατείς | ιχνηλατούσες | θα ιχνηλατείς | να ιχνηλατείς | ||
| γ' ενικ. | ιχνηλατεί | ιχνηλατούσε | θα ιχνηλατεί | να ιχνηλατεί | ||
| α' πληθ. | ιχνηλατούμε | ιχνηλατούσαμε | θα ιχνηλατούμε | να ιχνηλατούμε | ||
| β' πληθ. | ιχνηλατείτε | ιχνηλατούσατε | θα ιχνηλατείτε | να ιχνηλατείτε | ιχνηλατείτε | |
| γ' πληθ. | ιχνηλατούν(ε) | ιχνηλατούσαν(ε) | θα ιχνηλατούν(ε) | να ιχνηλατούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ιχνηλάτησα | θα ιχνηλατήσω | να ιχνηλατήσω | ιχνηλατήσει | ||
| β' ενικ. | ιχνηλάτησες | θα ιχνηλατήσεις | να ιχνηλατήσεις | ιχνηλάτησε | ||
| γ' ενικ. | ιχνηλάτησε | θα ιχνηλατήσει | να ιχνηλατήσει | |||
| α' πληθ. | ιχνηλατήσαμε | θα ιχνηλατήσουμε | να ιχνηλατήσουμε | |||
| β' πληθ. | ιχνηλατήσατε | θα ιχνηλατήσετε | να ιχνηλατήσετε | ιχνηλατήστε | ||
| γ' πληθ. | ιχνηλάτησαν ιχνηλατήσαν(ε) |
θα ιχνηλατήσουν(ε) | να ιχνηλατήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ιχνηλατήσει | είχα ιχνηλατήσει | θα έχω ιχνηλατήσει | να έχω ιχνηλατήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ιχνηλατήσει | είχες ιχνηλατήσει | θα έχεις ιχνηλατήσει | να έχεις ιχνηλατήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ιχνηλατήσει | είχε ιχνηλατήσει | θα έχει ιχνηλατήσει | να έχει ιχνηλατήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ιχνηλατήσει | είχαμε ιχνηλατήσει | θα έχουμε ιχνηλατήσει | να έχουμε ιχνηλατήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ιχνηλατήσει | είχατε ιχνηλατήσει | θα έχετε ιχνηλατήσει | να έχετε ιχνηλατήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ιχνηλατήσει | είχαν ιχνηλατήσει | θα έχουν ιχνηλατήσει | να έχουν ιχνηλατήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ιχνηλατούμαι | ιχνηλατούμουν | θα ιχνηλατούμαι | να ιχνηλατούμαι | ||
| β' ενικ. | ιχνηλατείσαι | ιχνηλατούσουν | θα ιχνηλατείσαι | να ιχνηλατείσαι | ||
| γ' ενικ. | ιχνηλατείται | ιχνηλατούνταν | θα ιχνηλατείται | να ιχνηλατείται | ||
| α' πληθ. | ιχνηλατούμαστε | ιχνηλατούμασταν ιχνηλατούμαστε |
θα ιχνηλατούμαστε | να ιχνηλατούμαστε | ||
| β' πληθ. | ιχνηλατείστε | ιχνηλατούσασταν ιχνηλατούσαστε |
θα ιχνηλατείστε | να ιχνηλατείστε | ιχνηλατείστε | |
| γ' πληθ. | ιχνηλατούνται | ιχνηλατούνταν | θα ιχνηλατούνται | να ιχνηλατούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ιχνηλατήθηκα | θα ιχνηλατηθώ | να ιχνηλατηθώ | ιχνηλατηθεί | ||
| β' ενικ. | ιχνηλατήθηκες | θα ιχνηλατηθείς | να ιχνηλατηθείς | ιχνηλατήσου | ||
| γ' ενικ. | ιχνηλατήθηκε | θα ιχνηλατηθεί | να ιχνηλατηθεί | |||
| α' πληθ. | ιχνηλατηθήκαμε | θα ιχνηλατηθούμε | να ιχνηλατηθούμε | |||
| β' πληθ. | ιχνηλατηθήκατε | θα ιχνηλατηθείτε | να ιχνηλατηθείτε | ιχνηλατηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ιχνηλατήθηκαν ιχνηλατηθήκαν(ε) |
θα ιχνηλατηθούν(ε) | να ιχνηλατηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ιχνηλατηθεί | είχα ιχνηλατηθεί | θα έχω ιχνηλατηθεί | να έχω ιχνηλατηθεί | ιχνηλατημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ιχνηλατηθεί | είχες ιχνηλατηθεί | θα έχεις ιχνηλατηθεί | να έχεις ιχνηλατηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ιχνηλατηθεί | είχε ιχνηλατηθεί | θα έχει ιχνηλατηθεί | να έχει ιχνηλατηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ιχνηλατηθεί | είχαμε ιχνηλατηθεί | θα έχουμε ιχνηλατηθεί | να έχουμε ιχνηλατηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ιχνηλατηθεί | είχατε ιχνηλατηθεί | θα έχετε ιχνηλατηθεί | να έχετε ιχνηλατηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ιχνηλατηθεί | είχαν ιχνηλατηθεί | θα έχουν ιχνηλατηθεί | να έχουν ιχνηλατηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.