ιχνολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιχνολογία | οι | ιχνολογίες |
| γενική | της | ιχνολογίας | των | ιχνολογιών |
| αιτιατική | την | ιχνολογία | τις | ιχνολογίες |
| κλητική | ιχνολογία | ιχνολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ιχνολογία θηλυκό
- κλάδος της παλαιοντολογίας που μελετά τα ίχνη των εξαφανισμένων ζώων και τα απολιθώματα
Μεταφράσεις
ιχνολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.