ανίχνευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανίχνευση | οι | ανιχνεύσεις |
| γενική | της | ανίχνευσης* | των | ανιχνεύσεων |
| αιτιατική | την | ανίχνευση | τις | ανιχνεύσεις |
| κλητική | ανίχνευση | ανιχνεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανιχνεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανίχνευση < (ελληνιστική κοινή) ἀνίχνευσις < αρχαία ελληνική ἀνιχνεύω < ἀνά + ἰχνεύω < ἴχνος
Ουσιαστικό
ανίχνευση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού ανιχνεύω
- η αναζήτηση και η εξέταση κάποιου ίχνους, κάποιου στοιχείου που επιβεβαιώνει την ύπαρξη κάποιου πράγματος
- διερεύνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.