ίππος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ίππος | οι | ίπποι |
| γενική | του | ίππου | των | ίππων |
| αιτιατική | τον | ίππο | τους | ίππους |
| κλητική | ίππε | ίπποι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

όχημα μεταφοράς ίππων

ίππος (όργανο γυμναστικής)
Ετυμολογία
- ίππος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἵππος < πρωτοελληνική *íkkʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁éḱwos < *h₁oh₁ḱu (ταχύς, ὠκύς)
- για το όργανο γυμναστικής < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cheval d΄arçon
- για τον όρο της φυσικής < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cheval ή από την αγγλική horse (power)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ίπ‐πος
Ουσιαστικό
ίππος αρσενικό
- (λόγιο, θηλαστικό ζώο) το άλογο
- (αθλητισμός)
- το όργανο γυμναστικής με λαβές, για την εκτέλεση περιστροφών και άλλων γυμνασμάτων
- το όργανο γυμναστικής χωρίς λαβές, για την εκτέλεση άλματος
- (φυσική) η μονάδα μέτρησης ισχύος, ίση με 735,499 watt
- ↪ μηχανή δέκα ίππων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ζώο
|
→ δείτε τη λέξη άλογο |
Αναφορές
- ίππος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.