ιππότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιππότης οι ιππότες
      γενική του ιππότη των ιπποτών
    αιτιατική τον ιππότη τους ιππότες
     κλητική ιππότη ιππότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιππότης < αρχαία ελληνική ἱππότης

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpo.tis/

Ουσιαστικό

ιππότης αρσενικό

  1. (ιστορία) κατά το Μεσαίωνα, τίτλος ευγενείας για βαριά οπλισμένους έφιππους πολεμιστές, που μάχονταν με κάποιο τάγμα
    οι ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης
  2. (ιστορία) μοναχός που ανήκε σε ένοπλο τάγμα και, δηλώνοντας πίστη στο Θεό, πολεμούσε τους άπιστους
    οι ιππότες του Ναού
  3. άνδρας με ιπποτική και περιποιητική συμπεριφορά προς τις γυναίκες
  4. ο νεαρός ρομαντικός εραστής που διαθέτει ομορφιά κι ευγένεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.