ιπποκόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιπποκόμος οι ιπποκόμοι
      γενική του ιπποκόμου των ιπποκόμων
    αιτιατική τον ιπποκόμο τους ιπποκόμους
     κλητική ιπποκόμε ιπποκόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιπποκόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱπποκόμος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.poˈko.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιπποκόμος

Ουσιαστικό

ιπποκόμος αρσενικό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.