ιπποδύναμη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιπποδύναμη οι ιπποδυνάμεις
      γενική της ιπποδύναμης* των ιπποδυνάμεων
    αιτιατική την ιπποδύναμη τις ιπποδυνάμεις
     κλητική ιπποδύναμη ιπποδυνάμεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιπποδυνάμεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιπποδύναμη < ιππο- + δύναμη < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική horsepower[1] (νεολογισμός του James Watt από το 1782)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.poˈði.na.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιπποδύναμη

Ουσιαστικό

ιπποδύναμη θηλυκό

  • μονάδα μέτρησης της ισχύος των μηχανών ή των κινητήρων
    ποια είναι η εγκατεστημένη ιπποδύναμη στη βιομηχανία σας;

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.