ιππικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιππικός η ιππική το ιππικό
      γενική του ιππικού της ιππικής του ιππικού
    αιτιατική τον ιππικό την ιππική το ιππικό
     κλητική ιππικέ ιππική ιππικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιππικοί οι ιππικές τα ιππικά
      γενική των ιππικών των ιππικών των ιππικών
    αιτιατική τους ιππικούς τις ιππικές τα ιππικά
     κλητική ιππικοί ιππικές ιππικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιππικός < αρχαία ελληνική ἱππικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.piˈkos/

Επίθετο

ιππικός

  1. που έχει σχέση ή αναφέρεται σε ίππους ή ιππείς
  2. που περιλαμβάνει ιππείς
  3. (ουσιαστικοποιημένο): ιππικό: στρατιωτική ομάδα έφιππων πολεμιστών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.