cheval

Γαλλικά (fr)

ενικός πληθυντικός
cheval chevaux

Ετυμολογία

cheval < λατινική caballus που αντικατέστησε το κλασικό λατινικό equus

Προφορά

ΔΦΑ : /ʃə.val/

Ουσιαστικό

cheval (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

Σύνθετα



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet chevaus cheval
cas régime cheval chevaus

cheval αρσενικό

Σημειώσεις

Το x όντας μια συντομευμένη γραφή του us, συναντιέται και η γραφή chevax.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.