έχων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έχων & έχοντας |
η | έχουσα | το | έχον |
| γενική | του | έχοντος & έχοντα |
της | έχουσας & εχούσης* |
του | έχοντος |
| αιτιατική | τον | έχοντα | την | έχουσα | το | έχον |
| κλητική | έχων & έχοντα |
έχουσα | έχον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έχοντες | οι | έχουσες | τα | έχοντα |
| γενική | των | εχόντων | των | εχουσών | των | εχόντων |
| αιτιατική | τους | έχοντες | τις | έχουσες | τα | έχοντα |
| κλητική | έχοντες | έχουσες | έχοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έχων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἔχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.xon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐χων
- ομόηχο: έχον
Μετοχή
έχων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος έχω, που έχει
- ↪ Ο έχων την εξουσία. (ο επί κεφαλής)
- ↪ Οι έχοντες να βοηθούν τους μη έχοντες. (οι πλούσιοι να βοηθούν τους πτωχούς)
- ↪ Οι έχοντες ανάγκη (με γενική) π.χ. βοηθείας, εργασίας, θεραπείας κ.λπ.) (οι χρήζοντες, αυτοί που έχουν ανάγκη κάποιου πράγματος)
- άλλες μορφές: έχοντας (ως κλιτή μετοχή)
Εκφράσεις
- οι έχοντες και κατέχοντες
- καλώς εχόντων των πραγμάτων
- ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω
- ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος
- τα κακώς έχοντα
Συγγενικά
- έχοντας (άκλιτη μετοχή)
Πηγές
- έχων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.