υπερέχων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερέχων | η | υπερέχουσα | το | υπερέχον |
| γενική | του | υπερέχοντος & υπερέχοντα1 |
της | υπερέχουσας & υπερεχούσης* |
του | υπερέχοντος |
| αιτιατική | τον | υπερέχοντα | την | υπερέχουσα | το | υπερέχον |
| κλητική | υπερέχων | υπερέχουσα | υπερέχον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερέχοντες | οι | υπερέχουσες | τα | υπερέχοντα |
| γενική | των | υπερεχόντων | των | υπερεχουσών | των | υπερεχόντων |
| αιτιατική | τους | υπερέχοντες | τις | υπερέχουσες | τα | υπερέχοντα |
| κλητική | υπερέχοντες | υπερέχουσες | υπερέχοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερέχων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερέχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ὑπερέχω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη υπερέχω
Μεταφράσεις
υπερέχων
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.