έχιδνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έχιδνα οι έχιδνες
      γενική της έχιδνας των εχιδνών
    αιτιατική την έχιδνα τις έχιδνες
     κλητική έχιδνα έχιδνες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έχιδνα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔχιδνα

Ουσιαστικό

έχιδνα θηλυκό

  1. (φίδι) είδος δηλητηριώδους φιδιού
     συνώνυμα: οχιά
  2. (μεταφορικά) επικίνδυνη γυναίκα, ύπουλη, πονηρή, φαρμακόγλωσση
     συνώνυμα: οχιά
  3. (ταξινομία) μέλος του γένους Έχιδνα (Echidna), ωοτόκο θηλαστικό της οικογένειας των Tαχυγλωσσιδών, που μοιάζει με τον σκαντζόχοιρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.