ωοτόκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ωοτόκος | η | ωοτόκος & ωοτόκα |
το | ωοτόκο |
| γενική | του | ωοτόκου | της | ωοτόκου & ωοτόκας |
του | ωοτόκου |
| αιτιατική | τον | ωοτόκο | την | ωοτόκο & ωοτόκα |
το | ωοτόκο |
| κλητική | ωοτόκε | ωοτόκε & ωοτόκα |
ωοτόκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ωοτόκοι | οι | ωοτόκοι & ωοτόκες |
τα | ωοτόκα |
| γενική | των | ωοτόκων | των | ωοτόκων | των | ωοτόκων |
| αιτιατική | τους | ωοτόκους | τις | ωοτόκους & ωοτόκες |
τα | ωοτόκα |
| κλητική | ωοτόκοι | ωοτόκοι & ωοτόκες |
ωοτόκα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ωοτόκος <(διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ᾠότοκος < ᾠόν (ωο-) + -τόκος (< τίκτω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.oˈto.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐ο‐τό‐κος
Σύνθετα
Πηγές
- ωοτόκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ωοτόκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.