φαρμακόγλωσσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαρμακόγλωσσος | η | φαρμακόγλωσση | το | φαρμακόγλωσσο |
| γενική | του | φαρμακόγλωσσου | της | φαρμακόγλωσσης | του | φαρμακόγλωσσου |
| αιτιατική | τον | φαρμακόγλωσσο | τη | φαρμακόγλωσση | το | φαρμακόγλωσσο |
| κλητική | φαρμακόγλωσσε | φαρμακόγλωσση | φαρμακόγλωσσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαρμακόγλωσσοι | οι | φαρμακόγλωσσες | τα | φαρμακόγλωσσα |
| γενική | των | φαρμακόγλωσσων | των | φαρμακόγλωσσων | των | φαρμακόγλωσσων |
| αιτιατική | τους | φαρμακόγλωσσους | τις | φαρμακόγλωσσες | τα | φαρμακόγλωσσα |
| κλητική | φαρμακόγλωσσοι | φαρμακόγλωσσες | φαρμακόγλωσσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
φαρμακόγλωσσος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.