οχιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οχιά | οι | οχιές |
| γενική | της | οχιάς | των | οχιών |
| αιτιατική | την | οχιά | τις | οχιές |
| κλητική | οχιά | οχιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

οχιά (Vipera ammodytes)
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈça/
Ουσιαστικό
οχιά θηλυκό
- (φίδι) (Vipera ammodytes) είδος μεσαίου μεγέθους δηλητηριώδους φιδιού με τριγωνικό κεφάλι και γκρίζο, καφέ ή κοκκινωπό χρώμα και μια σκουρόχρωμη τεθλασμένη γραμμή στη ράχη. Λέγεται επίσης έχιδνα και όχεντρα
- τον δάγκωσε οχιά και τον πήγαν στις πρώτες βοήθειες
- (μεταφορικά) άνθρωπος που λέει κακίες εις βάρος άλλων, ερήμην τους
- αυτή η οχιά που έχεις μες στο σπίτι σου, σε έχει βάλει και τσακώνεσαι με τον κόσμο χωρίς λόγο
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- οχιά διμούτσουνη: Απάντηση σε κάποιον που λέει συνέχεια όχι
-
οχιά στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.