οχιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οχιά οι οχιές
      γενική της οχιάς των οχιών
    αιτιατική την οχιά τις οχιές
     κλητική οχιά οχιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
οχιά (Vipera ammodytes)

Ετυμολογία

οχιά < ἔχις, με κάποια επίδραση του ὄφις

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈça/

Ουσιαστικό

οχιά θηλυκό

  1. (φίδι) (Vipera ammodytes) είδος μεσαίου μεγέθους δηλητηριώδους φιδιού με τριγωνικό κεφάλι και γκρίζο, καφέ ή κοκκινωπό χρώμα και μια σκουρόχρωμη τεθλασμένη γραμμή στη ράχη. Λέγεται επίσης έχιδνα και όχεντρα
    τον δάγκωσε οχιά και τον πήγαν στις πρώτες βοήθειες
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος που λέει κακίες εις βάρος άλλων, ερήμην τους
    αυτή η οχιά που έχεις μες στο σπίτι σου, σε έχει βάλει και τσακώνεσαι με τον κόσμο χωρίς λόγο

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • οχιά διμούτσουνη: Απάντηση σε κάποιον που λέει συνέχεια όχι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.