ἐχῖνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
ἐχῖνος < [πιθ. ἔχις.]
Ουσιαστικό
ἐχῖνος, -ου αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) σκαντζόχοιρος
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 1.2, p.12.426 @scaife.perseus
- ἀκανθίωνα δὲ ἐπίγειον ἡγοῦμαι τὸν ἐπίγειον ἐχῖνον λελέχθαι.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 1.2, p.12.426 @scaife.perseus
- θαλάσσιος αχινός
- όστρακο θαλάσσιου αχινού
- (αρχιτεκτονική) κυκλικό, ωοειδές μέρος του δωρικού και ιωνικού κιονόκρανου
- αγγείο, δοχείο, υδρία
- μέρος του χαλινού του αλόγου
- είδος φυτού
- αγγείο μέσα στο οποίο σφραγίζονταν οι μαρτυρικές αποδείξεις
Παράγωγα
- ἐχῖνες, είδος ποντικών
- Εχῖνες ή Εχινάδες, νησιά του Ιονίου πελάγους.
Εκφράσεις
- «ἀλώπηξ οἴδε (γνωρίζει) πολλά, ἐχῖνος δέ ένα ἀλλά μέγα», Αρχίλοχος
- «δεδιότες (φοβούμενοι) ὥσπερ τόν ἐχῖνον εις χεῖρας λαβεῖν», Λουκιανός «Δις κατηγορούμενος 34. 13»
Πηγές
- ἐχῖνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐχῖνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.