ἐχῖνος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐχῖνος < [πιθ. ἔχις.]

Ουσιαστικό

ἐχῖνος, -ου αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) σκαντζόχοιρος
      2ος κε αιώνας Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 1.2, p.12.426 @scaife.perseus
    ἀκανθίωνα δὲ ἐπίγειον ἡγοῦμαι τὸν ἐπίγειον ἐχῖνον λελέχθαι.
  2. θαλάσσιος αχινός
  3. όστρακο θαλάσσιου αχινού
  4. (αρχιτεκτονική) κυκλικό, ωοειδές μέρος του δωρικού και ιωνικού κιονόκρανου
  5. αγγείο, δοχείο, υδρία
  6. μέρος του χαλινού του αλόγου
  7. είδος φυτού
  8. αγγείο μέσα στο οποίο σφραγίζονταν οι μαρτυρικές αποδείξεις

Παράγωγα

  • ἐχῖνες, είδος ποντικών
  • Εχῖνες ή Εχινάδες, νησιά του Ιονίου πελάγους.

Εκφράσεις

  • «ἀλώπηξ οἴδε (γνωρίζει) πολλά, ἐχῖνος δέ ένα ἀλλά μέγα», Αρχίλοχος
  • «δεδιότες (φοβούμενοι) ὥσπερ τόν ἐχῖνον εις χεῖρας λαβεῖν», Λουκιανός «Δις κατηγορούμενος 34. 13»

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.