Έχιδνα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.çi.ðna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Έ‐χιδ‐να
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Έ‐χι‐δνα
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Έχιδνα | οι | Έχιδνες |
| γενική | της | Έχιδνας | των | Εχιδνών |
| αιτιατική | την | Έχιδνα | τις | Έχιδνες |
| κλητική | Έχιδνα | Έχιδνες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Έχιδνα < αρχαία ελληνική όνομα Ἔχιδνα < ἔχιδνα (έχιδνα)
Κύριο όνομα
Έχιδνα θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) κόρη του Ουρανού και της Γαίας (ή της Κητούς) με πρόσωπο όμορφης γυναίκας και το σώμα ερπετού· το τέρας που υπήρξε η μητέρα της Σφίγγας, της Χίμαιρας, του Κέρβερου και άλλων τεράτων της μυθολογίας
-
Έχιδνα στη Βικιπαίδεια

Ετυμολογία 2

Είδος σκαντζόχοιρου, μέλος του γένους Έχιδνα.
- → λείπει η κλίση
- Έχιδνα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Echidna < αρχαία ελληνική ἔχιδνα. Συγκρίνετε με το αρσενικό ἐχῖνος
Κύριο όνομα
Έχιδνα
- ταξινομικός όρος - γένος: → δείτε τη λέξη Echidna που ανήκει στην οικογένεια Ταχυγλωσσίδες
- Echidna στο species.wikimedia.org

Μεταφράσεις
μυθολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.