ἔξωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἔξωσῐς | αἱ | ἐξώσεις |
| γενική | τῆς | ἐξώσεως | τῶν | ἐξώσεων |
| δοτική | τῇ | ἐξώσει | ταῖς | ἐξώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἔξωσῐν | τὰς | ἐξώσεις |
| κλητική ὦ! | ἔξωσῐ | ἐξώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐξωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἔξωσις < αρχαία ελληνική ἐξωθέω / ἐξωθῶ + -σις < ὠθέω / ὠθῶ
Πηγές
- ἔξωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.