μετατόπιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετατόπιση οι μετατοπίσεις
      γενική της μετατόπισης* των μετατοπίσεων
    αιτιατική τη μετατόπιση τις μετατοπίσεις
     κλητική μετατόπιση μετατοπίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετατοπίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετατόπιση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μετατόπιση θηλυκό

  1. μεταβολή της θέσης ενός κινούμενου σώματος
  2. (ιατρική)  δείτε τη λέξη αλλόθεση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.