εκθρόνιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκθρόνιση | οι | εκθρονίσεις |
| γενική | της | εκθρόνισης* | των | εκθρονίσεων |
| αιτιατική | την | εκθρόνιση | τις | εκθρονίσεις |
| κλητική | εκθρόνιση | εκθρονίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκθρονίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκθρόνιση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
εκθρόνιση θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εκθρόνιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.