ακίνητο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακίνητο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ακίνητος
Ουσιαστικό
ακίνητο ουδέτερο
- (νομικός όρος) (κατά τον Αστικό Κώδικα) το έδαφος και τα συστατικά του μέρη, δηλαδή τα οικοδομήματα, ό,τι αποφέρουν αυτά, καθώς και ό,τι υπάρχει στο υπέδαφος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ακίνητος
Μεταφράσεις
ακίνητο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.