expulsion
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
expulsion
expulsions
Ουσιαστικό
expulsion
(en)
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
)
η
μόνιμη
αποβολή
ενός μαθητή από το σχολείο του
→
δείτε
τη
λέξη
suspension
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
)
η
έξωση
, εκθρόνιση και υποχρεωτική απομάκρυνση ενός μονάρχη από τη χώρα
↪
The
expulsion
of Othon from Greece.
H
έξωση
του Όθωνα από την Ελλάδα.
Πηγές
expulsion
-
Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
expulsion
expulsions
Ουσιαστικό
expulsion
(fr)
θηλυκό
η
έξωση
η
απέλαση
η
εκδίωξη
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.