expulsion

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
expulsion expulsions

Ουσιαστικό

expulsion (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μόνιμη αποβολή ενός μαθητή από το σχολείο του
     δείτε τη λέξη suspension
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έξωση, εκθρόνιση και υποχρεωτική απομάκρυνση ενός μονάρχη από τη χώρα
    The expulsion of Othon from Greece.
    H έξωση του Όθωνα από την Ελλάδα.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
expulsion expulsions

Ουσιαστικό

expulsion (fr) θηλυκό

  1. η έξωση
  2. η απέλαση
  3. η εκδίωξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.